- ἀρρενοποιός
- ἀρρενοποιόςfavouring the generation of malesmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀρρενοποιόν — ἀρρενοποιός favouring the generation of males masc/fem acc sg ἀρρενοποιός favouring the generation of males neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… … Dictionary of Greek
ἀρρενοποιοῖς — ἀρρενοποιέω make masculine pres opt act 2nd sg (attic epic doric) ἀρρενοποιός favouring the generation of males masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)